κατανίφω

κατανίφω
κατανίφω (Α)
βλ. κατανείφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατένειψε — κατανίφω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανιφομένων — κατανῑφομένων , κατανίφω pres part mp fem gen pl κατανῑφομένων , κατανίφω pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανιφόμενον — κατανῑφόμενον , κατανίφω pres part mp masc acc sg κατανῑφόμενον , κατανίφω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανίφει — κατανί̱φει , κατανίφω pres ind mp 2nd sg κατανί̱φει , κατανίφω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανείφω — και κατανίφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.) 2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.) 3. απρόσ. κατανείφει χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νείφω «καλύπτω με… …   Dictionary of Greek

  • κατανείφοι — κατανείφοῑ , κατανίφω pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανιφομένοις — κατανῑφομένοις , κατανίφω pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανίφεται — κατανί̱φεται , κατανίφω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανίφοι — κατανί̱φοῑ , κατανίφω pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανίφοντες — κατανί̱φοντες , κατανίφω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”